δεικτος

δεικτος
    δεικτός
    3
    могущий быть доказанным, доказуемый Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "δεικτος" в других словарях:

  • δεικτός — δεικτός, ή, όν (Α) [δείκνυμι] 1. αυτός που μπορεί να αποδειχθεί, που επιδέχεται απόδειξη 2. κατανοητός, αντιληπτός …   Dictionary of Greek

  • δεικτός — capable of proof masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεικτά — δεικτός capable of proof neut nom/voc/acc pl δεικτά̱ , δεικτός capable of proof fem nom/voc/acc dual δεικτά̱ , δεικτός capable of proof fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεικτόν — δεικτός capable of proof masc acc sg δεικτός capable of proof neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοπόδεικτος — λοπόδεικτος, ον (Α) αυτός τον οποίο δείχνει κάποιος αλλά χωρίς να φαίνεται ευκρινώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοπός + δεικτος(< δείκνυμι), πρβλ. δακτυλό δεικτος, ουρανό δεικτος] …   Dictionary of Greek

  • ευαπόδεικτος — η, ο (Α εὐαπόδεικτος, ον) αυτός που αποδεικνύεται εύκολα, που ελέγχεται εύκολα, απτός, χειροπιαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο δεικτός (< απο δεικνύω) πρβλ. δυσ απόδεικτος, αν από δεικτος] …   Dictionary of Greek

  • ουρανόδεικτος — οὐρανόδεικτος, ον (Α) (για τη Σελήνη) αυτός που εμφανίζεται στον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + δεικτος (< δείκνυμι), πρβλ. δακτυλό δεικτος] …   Dictionary of Greek

  • χειρόδεικτος — ον, Α δακτυλοδεικτούμενος, πασίγνωστος, ολοφάνερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + δεικτός (< δείκνυμι), πρβλ. δακτυλό δεικτος] …   Dictionary of Greek

  • δεικτῶν — δείκτης exhibitor masc gen pl δεικτός capable of proof fem gen pl δεικτός capable of proof masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακτυλόδεικτος — δακτυλόδεικτος, ον (AM) εκείνος τον οποίο δείχνουν με το δάχτυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + δεικτος < δείκνυμι] …   Dictionary of Greek

  • δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»